τρεμογράφος

τρεμογράφος
ο, Ν
όργανο με το οποίο μετρούνται οι τρομώδεις κινήσεις τού χεριού κατά την κατάσταση τού τρόμου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”